- σκίσιμο
- το, Νβλ. σχίσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκίσιμο — το βλ. σχίσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… … Dictionary of Greek
αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… … Dictionary of Greek
σχίσιμο — και σκίσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή 2. πρόκληση τραύματος ή πληγής 3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελληνόσπηλιος — Σπήλαιο στον νομό Χανίων, κοντά στον οικισμό Αφράτα. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από τον οικισμό, στην απότομη ανατολική ακτή του ακρωτηρίου Σπάθα. Έχει μεγάλη και επιβλητική είσοδο και δάπεδο σχεδόν οριζόντιο. Σε απόσταση περίπου 15 μ. από την… … Dictionary of Greek
ξέσκισμα — το, ατος το σκίσιμο, το κουρέλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχάση — η 1. διάνοιξη, σκίσιμο: Με τη σχάση του πυρήνα του ατόμου απελευθερώνεται μεγάλη ποσότητα ενέργειας. 2. (ιατρ.) νυστεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίσιμο — σχίσιμο, το και σκίσιμο, το, ατος 1. το να κοπεί ένα πράγμα κατά μήκος: Το σχίσιμο των ξύλων έγινε με το τσεκούρι. 2. σχισμή: Έχει ένα σχίσιμο στο παντελόνι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)